- πυλωμα
- πύλωμα-ατος (ῠ) τό ворота Aesch., Eur.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πύλωμα — το, ΝΑ νεοελλ. στον πληθ. τα πυλώματα ιατρ. κολικοί πόνοι που προκαλούνται από εντεροκολίτιδα ή δυσεντεροειδή κατάρρουν αρχ. η πύλη και ο χώρος που βρίσκεται γύρω από αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύλη + κατάλ. ωμα (πρβλ. δεσμώματα: δεσμός)] … Dictionary of Greek
πυλωμάτων — πύλωμα gateway neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυλώμασιν — πύλωμα gateway neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυλώματα — πύλωμα gateway neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυλώμαθ' — πυλώματα , πύλωμα gateway neut nom/voc/acc pl πυλώματι , πύλωμα gateway neut dat sg πυλώματε , πύλωμα gateway neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)